- βρομάνθρωπος
- οάνθρωπος ανήθικος, παλιάνθρωπος: Απορώ πώς βγήκε τέτοιος βρομάνθρωπος από τόσο καλή οικογένεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
καθίκι — το 1. ουροδοχείο, δοχείο της νύχτας, κατουροκάνατο: Χρησιμοποιούσε καθίκι για να μη βγαίνει τη νύχτα έξω από το δωμάτιό του. 2. βρομάνθρωπος, ρυπαρή ψυχή, κάθαρμα: Να μην ξαναδώ μπροστά μου αυτό το καθίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)